- δόκησιν
- δόκησιςopinionfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δόκησις — δόκησις, η (Α) [δοκώ] 1. απλή δοξασία («δόκησις ἀγνὼς λόγων ἦλθε» διαδόθηκε μια φήμη απλώς, Σοφ.) 2. όραμα, φάντασμα («σκοπεῑτε μὴ δόκησιν εἴχετ ἐκ θεῶν» για την Ελένη είδωλο τού Ευριπίδη) 3. φήμη, υπόληψη («ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται», Ευ p … Dictionary of Greek
ԱՉՔ — (աչաց կամ աչից.) NBH 1 0267 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ԱՉՔ ὁφθαλμός oculus, ὅμμα, ὅψις aspectus, facies որ եւ ԱԿՆ. (լծ. ար. ա՛յն, լտ. օ՛գուլուս թ. կէոզ. սանս. աքշի իսկ ի լեզու սլաւեանց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)